τριχιάσεως

τριχιάσεως
τριχιάσεω̆ς , τριχίασις
a disease of the eyelids
fem gen sg (attic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Αναγνωστάκης, Ανδρέας — (Αντικύθηρα 1826 – Αθήνα 1897).Οφθαλμίατρος και πανεπιστημιακός. Σπούδασε στην Αθήνα, στο Παρίσι και στο Βερολίνο. Το 1854, διορίστηκε διευθυντής του Οφθαλμιατρείου και το 1856 καθηγητής της οφθαλμολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Το 1897,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”